ἐπιπλέων

ἐπιπλέων
ἐπίπλεος
quite full of
fem gen pl
ἐπίπλεος
quite full of
masc/neut gen pl
ἐπιπλέω
sail upon
pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)
ἐπιπλέω
sail upon
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίπλεων — ἐπίπλεω̆ν , ἐπίπλεως masc/fem/neut gen pl ἐπίπλεω̆ν , ἐπίπλεως masc/fem acc sg ἐπίπλεω̆ν , ἐπίπλεως neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”